σπιάντζα

σπιάντζα
η, Ν
ακτή σε συνέχεια αλιπέδου που απολήγει σε γιαλό καλυμμένο με ξηρή άμμο και βότσαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”